Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀστήρ
ἀστιβής
ἄστιβος
ἀστικός
ἄστικτος
ἀστλέγγιστος
ἄστολος
ἄστομος
ἀστονάχητος
ἄστοργος
ἀστός
ἀστοχέω
ἄστοχος
ἀστράβη
ἀστραβής
ἀστραγαλίζω
ἀστραγάλισις
ἀστράγαλος
ἀστραπή
ἀστραπηφορέω
ἀστραπηφόρος
View word page
ἀστός
ἀστός ἄστυ a townsman, citizen, Hom., Attic
ShortDef
a townsman, citizen
Debugging
Headword:
ἀστός
Headword (normalized):
ἀστός
Headword (normalized/stripped):
αστος
IDX:
5242
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5245
Key:
a)sto/s
Data
{'content': 'ἀστός\n ἄστυ\n a townsman, citizen, Hom., Attic', 'key': 'a)sto/s'}