Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀστήρικτος
ἀστήρ
ἀστιβής
ἄστιβος
ἀστικός
ἄστικτος
ἀστλέγγιστος
ἄστολος
ἄστομος
ἀστονάχητος
ἄστοργος
ἀστός
ἀστοχέω
ἄστοχος
ἀστράβη
ἀστραβής
ἀστραγαλίζω
ἀστραγάλισις
ἀστράγαλος
ἀστραπή
ἀστραπηφορέω
View word page
ἄστοργος
ἄστοργος στοργή without natural affection, Aeschin.; ὥστοργος (i. e. ὁ ἄστ.) the heartless one, Theocr.

ShortDef

without natural affection

Debugging

Headword:
ἄστοργος
Headword (normalized):
ἄστοργος
Headword (normalized/stripped):
αστοργος
IDX:
5241
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5244
Key:
a)/storgos

Data

{'content': 'ἄστοργος\n στοργή\n without natural affection, Aeschin.; ὥστοργος (i. e. ὁ ἄστ.) the heartless one, Theocr.', 'key': 'a)/storgos'}