Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀστεροπητής
ἀστερωπός
ἀστέφανος
ἀστεφάνωτος
ἄστηλος
ἀστή
ἀστήρικτος
ἀστήρ
ἀστιβής
ἄστιβος
ἀστικός
ἄστικτος
ἀστλέγγιστος
ἄστολος
ἄστομος
ἀστονάχητος
ἄστοργος
ἀστός
ἀστοχέω
ἄστοχος
ἀστράβη
View word page
ἀστικός
ἀστικός ἄστυ of a city or town, opp. to country, Aesch.; τὰ ἀστικὰ Διονύσια (also called τὰ κατʼ ἄστυ), Thuc. like ἀστεῖος, polite, neat, nice, ἀστικά (as adv.) Theocr.

ShortDef

of a city

Debugging

Headword:
ἀστικός
Headword (normalized):
ἀστικός
Headword (normalized/stripped):
αστικος
IDX:
5235
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5238
Key:
a)stiko/s

Data

{'content': 'ἀστικός\n ἄστυ\n of a city or town, opp. to country, Aesch.; τὰ ἀστικὰ Διονύσια (also called τὰ κατʼ ἄστυ), Thuc.\n like ἀστεῖος, polite, neat, nice, ἀστικά (as adv.) Theocr.', 'key': 'a)stiko/s'}