Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀστερόεις
ἀστεροπή
ἀστεροπητής
ἀστερωπός
ἀστέφανος
ἀστεφάνωτος
ἄστηλος
ἀστή
ἀστήρικτος
ἀστήρ
ἀστιβής
ἄστιβος
ἀστικός
ἄστικτος
ἀστλέγγιστος
ἄστολος
ἄστομος
ἀστονάχητος
ἄστοργος
ἀστός
ἀστοχέω
View word page
ἀστιβής
ἀστιβής στείβω untrodden, Aesch.: desert, pathless, Soph. not to be trodden, holy, Soph.
ShortDef
untrodden
Debugging
Headword:
ἀστιβής
Headword (normalized):
ἀστιβής
Headword (normalized/stripped):
αστιβης
IDX:
5233
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5236
Key:
a)stibh/s
Data
{'content': 'ἀστιβής\n στείβω\n untrodden, Aesch.: desert, pathless, Soph.\n not to be trodden, holy, Soph.', 'key': 'a)stibh/s'}