Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀστεργάνωρ
ἀστεργής
ἀστερόεις
ἀστεροπή
ἀστεροπητής
ἀστερωπός
ἀστέφανος
ἀστεφάνωτος
ἄστηλος
ἀστή
ἀστήρικτος
ἀστήρ
ἀστιβής
ἄστιβος
ἀστικός
ἄστικτος
ἀστλέγγιστος
ἄστολος
ἄστομος
ἀστονάχητος
ἄστοργος
View word page
ἀστήρικτος
ἀστήρικτος στηρίζω not steady, unstable, Anth., NTest.
ShortDef
not steady, unstable
Debugging
Headword:
ἀστήρικτος
Headword (normalized):
ἀστήρικτος
Headword (normalized/stripped):
αστηρικτος
IDX:
5231
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5234
Key:
a)sth/riktos
Data
{'content': 'ἀστήρικτος\n στηρίζω\n not steady, unstable, Anth., NTest.', 'key': 'a)sth/riktos'}