Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἄστεπτος
ἀστεργάνωρ
ἀστεργής
ἀστερόεις
ἀστεροπή
ἀστεροπητής
ἀστερωπός
ἀστέφανος
ἀστεφάνωτος
ἄστηλος
ἀστή
ἀστήρικτος
ἀστήρ
ἀστιβής
ἄστιβος
ἀστικός
ἄστικτος
ἀστλέγγιστος
ἄστολος
ἄστομος
ἀστονάχητος
View word page
ἀστή
ἀστή ἀστός fem. of ἀστός, Hdt., etc.
ShortDef
fem. of ἀστός
Debugging
Headword:
ἀστή
Headword (normalized):
ἀστή
Headword (normalized/stripped):
αστη
IDX:
5230
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5233
Key:
a)sth/
Data
{'content': 'ἀστή\n ἀστός\n fem. of ἀστός, Hdt., etc.', 'key': 'a)sth/'}