Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀστένακτος
ᾀστέος
ἄστεπτος
ἀστεργάνωρ
ἀστεργής
ἀστερόεις
ἀστεροπή
ἀστεροπητής
ἀστερωπός
ἀστέφανος
ἀστεφάνωτος
ἄστηλος
ἀστή
ἀστήρικτος
ἀστήρ
ἀστιβής
ἄστιβος
ἀστικός
ἄστικτος
ἀστλέγγιστος
ἄστολος
View word page
ἀστεφάνωτος
ἀστεφάνωτος στεφανόω uncrowned, not to be crowned, Plat., etc.
ShortDef
uncrowned, not to be crowned
Debugging
Headword:
ἀστεφάνωτος
Headword (normalized):
ἀστεφάνωτος
Headword (normalized/stripped):
αστεφανωτος
IDX:
5228
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5231
Key:
a)stefa/nwtos
Data
{'content': 'ἀστεφάνωτος\n στεφανόω\n uncrowned, not to be crowned, Plat., etc.', 'key': 'a)stefa/nwtos'}