Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀστεμφής
ἀστένακτος
ᾀστέος
ἄστεπτος
ἀστεργάνωρ
ἀστεργής
ἀστερόεις
ἀστεροπή
ἀστεροπητής
ἀστερωπός
ἀστέφανος
ἀστεφάνωτος
ἄστηλος
ἀστή
ἀστήρικτος
ἀστήρ
ἀστιβής
ἄστιβος
ἀστικός
ἄστικτος
ἀστλέγγιστος
View word page
ἀστέφανος
ἀστέφανος without crown, ungarlanded, Eur.
ShortDef
without crown, ungarlanded
Debugging
Headword:
ἀστέφανος
Headword (normalized):
ἀστέφανος
Headword (normalized/stripped):
αστεφανος
IDX:
5227
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5230
Key:
a)ste/fanos
Data
{'content': 'ἀστέφανος\n without crown, ungarlanded, Eur.', 'key': 'a)ste/fanos'}