Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀστεῖος
ἀστεμφής
ἀστένακτος
ᾀστέος
ἄστεπτος
ἀστεργάνωρ
ἀστεργής
ἀστερόεις
ἀστεροπή
ἀστεροπητής
ἀστερωπός
ἀστέφανος
ἀστεφάνωτος
ἄστηλος
ἀστή
ἀστήρικτος
ἀστήρ
ἀστιβής
ἄστιβος
ἀστικός
ἄστικτος
View word page
ἀστερωπός
ἀστερωπός ἀστήρ, ὤψ star-faced, bright-shining, Eur. starry, Eur.

ShortDef

star-faced, bright-shining

Debugging

Headword:
ἀστερωπός
Headword (normalized):
ἀστερωπός
Headword (normalized/stripped):
αστερωπος
IDX:
5226
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5229
Key:
a)sterwpo/s

Data

{'content': 'ἀστερωπός\n ἀστήρ, ὤψ\n star-faced, bright-shining, Eur.\n starry, Eur.', 'key': 'a)sterwpo/s'}