Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀστέγαστος
ἀστεΐζομαι
ἀστεῖος
ἀστεμφής
ἀστένακτος
ᾀστέος
ἄστεπτος
ἀστεργάνωρ
ἀστεργής
ἀστερόεις
ἀστεροπή
ἀστεροπητής
ἀστερωπός
ἀστέφανος
ἀστεφάνωτος
ἄστηλος
ἀστή
ἀστήρικτος
ἀστήρ
ἀστιβής
ἄστιβος
View word page
ἀστεροπή
ἀστεροπή a_euphon, στεροπή lightning, Il.

ShortDef

lightning

Debugging

Headword:
ἀστεροπή
Headword (normalized):
ἀστεροπή
Headword (normalized/stripped):
αστεροπη
IDX:
5224
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5227
Key:
a)steroph/

Data

{'content': 'ἀστεροπή\n a_euphon, στεροπή\n lightning, Il.', 'key': 'a)steroph/'}