Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἄσταχυς
ἀστέγαστος
ἀστεΐζομαι
ἀστεῖος
ἀστεμφής
ἀστένακτος
ᾀστέος
ἄστεπτος
ἀστεργάνωρ
ἀστεργής
ἀστερόεις
ἀστεροπή
ἀστεροπητής
ἀστερωπός
ἀστέφανος
ἀστεφάνωτος
ἄστηλος
ἀστή
ἀστήρικτος
ἀστήρ
ἀστιβής
View word page
ἀστερόεις
ἀστερόεις ἀστήρ starred, starry, Il. like a star, glittering, Il.
ShortDef
starred, starry
Debugging
Headword:
ἀστερόεις
Headword (normalized):
ἀστερόεις
Headword (normalized/stripped):
αστεροεις
IDX:
5223
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5226
Key:
a)stero/eis
Data
{'content': 'ἀστερόεις\n ἀστήρ\n starred, starry, Il.\n like a star, glittering, Il.', 'key': 'a)stero/eis'}