Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀσταφιδίτης
ἀσταφίς
ἄσταχυς
ἀστέγαστος
ἀστεΐζομαι
ἀστεῖος
ἀστεμφής
ἀστένακτος
ᾀστέος
ἄστεπτος
ἀστεργάνωρ
ἀστεργής
ἀστερόεις
ἀστεροπή
ἀστεροπητής
ἀστερωπός
ἀστέφανος
ἀστεφάνωτος
ἄστηλος
ἀστή
ἀστήρικτος
View word page
ἀστεργάνωρ
ἀστεργάνωρ στέργω, ἀνήρ without love of man, shunning wedlock, Aesch.

ShortDef

without love of man, shunning wedlock

Debugging

Headword:
ἀστεργάνωρ
Headword (normalized):
ἀστεργάνωρ
Headword (normalized/stripped):
αστεργανωρ
IDX:
5221
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5224
Key:
a)sterga/nwr

Data

{'content': 'ἀστεργάνωρ\n στέργω, ἀνήρ\n without love of man, shunning wedlock, Aesch.', 'key': 'a)sterga/nwr'}