Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀστασίαστος
ἀστατέω
ἄστατος
ἀσταφιδίτης
ἀσταφίς
ἄσταχυς
ἀστέγαστος
ἀστεΐζομαι
ἀστεῖος
ἀστεμφής
ἀστένακτος
ᾀστέος
ἄστεπτος
ἀστεργάνωρ
ἀστεργής
ἀστερόεις
ἀστεροπή
ἀστεροπητής
ἀστερωπός
ἀστέφανος
ἀστεφάνωτος
View word page
ἀστένακτος
ἀστένακτος στενάζω without sigh or groan, Soph., Eur.
ShortDef
without sigh
Debugging
Headword:
ἀστένακτος
Headword (normalized):
ἀστένακτος
Headword (normalized/stripped):
αστενακτος
IDX:
5218
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5221
Key:
a)ste/naktos
Data
{'content': 'ἀστένακτος\n στενάζω\n without sigh or groan, Soph., Eur.', 'key': 'a)ste/naktos'}