Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀεκήλιος
ἀέκητι
ἀεκούσιος
ἀέκων
ἀελλαῖος
ἄελλα
ἀελλάς
ἀελλής
ἀελλομάχος
ἀελλόπος
Ἀελλώ
ἀελπτέω
ἀελπής
ἀελπτία
ἄελπτος
ἀέναος
ἀεξίφυλλος
ἀεξίφυτος
ἀέξω
ἀεργία
ἀεργός
View word page
Ἀελλώ
Ἀελλώ ἄελλα storm, a Harpy, Hes.

ShortDef

storm

Debugging

Headword:
Ἀελλώ
Headword (normalized):
ἀελλώ
Headword (normalized/stripped):
αελλω
IDX:
522
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n522
Key:
*)aellw/

Data

{'content': 'Ἀελλώ\n ἄελλα\n storm, a Harpy, Hes.', 'key': '*)aellw/'}