Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀστάθμητος
ἀστακτί
ἄστακτος
ἀστάλακτος
ἀστάνδης
ἀστασίαστος
ἀστατέω
ἄστατος
ἀσταφιδίτης
ἀσταφίς
ἄσταχυς
ἀστέγαστος
ἀστεΐζομαι
ἀστεῖος
ἀστεμφής
ἀστένακτος
ᾀστέος
ἄστεπτος
ἀστεργάνωρ
ἀστεργής
ἀστερόεις
View word page
ἄσταχυς
ἄσταχυς a_euphon, σταχύς an ear of corn, Il., Hdt.
ShortDef
an ear of grain
Debugging
Headword:
ἄσταχυς
Headword (normalized):
ἄσταχυς
Headword (normalized/stripped):
ασταχυς
IDX:
5213
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5216
Key:
a)/staxus
Data
{'content': 'ἄσταχυς\n a_euphon, σταχύς\n an ear of corn, Il., Hdt.', 'key': 'a)/staxus'}