Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Ἀσσυρία
Ἀσσύριοι
ἀσταθής
ἀστάθμητος
ἀστακτί
ἄστακτος
ἀστάλακτος
ἀστάνδης
ἀστασίαστος
ἀστατέω
ἄστατος
ἀσταφιδίτης
ἀσταφίς
ἄσταχυς
ἀστέγαστος
ἀστεΐζομαι
ἀστεῖος
ἀστεμφής
ἀστένακτος
ᾀστέος
ἄστεπτος
View word page
ἄστατος
ἄστατος ἵσταμαι unstable, Plut.

ShortDef

unstable

Debugging

Headword:
ἄστατος
Headword (normalized):
ἄστατος
Headword (normalized/stripped):
αστατος
IDX:
5210
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5213
Key:
a)/statos

Data

{'content': 'ἄστατος\n ἵσταμαι\n unstable, Plut.', 'key': 'a)/statos'}