Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἄσπονδος
ἀσπούδαστος
ἀσπουδί
ἀσσάριον
ἆσσον
Ἀσσυρία
Ἀσσύριοι
ἀσταθής
ἀστάθμητος
ἀστακτί
ἄστακτος
ἀστάλακτος
ἀστάνδης
ἀστασίαστος
ἀστατέω
ἄστατος
ἀσταφιδίτης
ἀσταφίς
ἄσταχυς
ἀστέγαστος
ἀστεΐζομαι
View word page
ἄστακτος
ἄστακτος στάζω not in drops, gushing, Eur.

ShortDef

not in drops, gushing

Debugging

Headword:
ἄστακτος
Headword (normalized):
ἄστακτος
Headword (normalized/stripped):
αστακτος
IDX:
5205
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5208
Key:
a)/staktos

Data

{'content': 'ἄστακτος\n στάζω\n not in drops, gushing, Eur.', 'key': 'a)/staktos'}