Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἄσπλαγχνος
ἄσπονδος
ἀσπούδαστος
ἀσπουδί
ἀσσάριον
ἆσσον
Ἀσσυρία
Ἀσσύριοι
ἀσταθής
ἀστάθμητος
ἀστακτί
ἄστακτος
ἀστάλακτος
ἀστάνδης
ἀστασίαστος
ἀστατέω
ἄστατος
ἀσταφιδίτης
ἀσταφίς
ἄσταχυς
ἀστέγαστος
View word page
ἀστακτί
ἀστακτί ἄστακτος not in drops, i. e. in floods, Soph., Plat.

ShortDef

not in drops, gushing

Debugging

Headword:
ἀστακτί
Headword (normalized):
ἀστακτί
Headword (normalized/stripped):
αστακτι
IDX:
5204
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5207
Key:
a)stakti/

Data

{'content': 'ἀστακτί\n ἄστακτος\n not in drops, i. e. in floods, Soph., Plat.', 'key': 'a)stakti/'}