Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀσπιστής
ἀσπίστωρ
ἄσπλαγχνος
ἄσπονδος
ἀσπούδαστος
ἀσπουδί
ἀσσάριον
ἆσσον
Ἀσσυρία
Ἀσσύριοι
ἀσταθής
ἀστάθμητος
ἀστακτί
ἄστακτος
ἀστάλακτος
ἀστάνδης
ἀστασίαστος
ἀστατέω
ἄστατος
ἀσταφιδίτης
ἀσταφίς
View word page
ἀσταθής
ἀσταθής ἵσταμαι unsteady, unstable, Anth.
ShortDef
unsteady, unstable
Debugging
Headword:
ἀσταθής
Headword (normalized):
ἀσταθής
Headword (normalized/stripped):
ασταθης
IDX:
5202
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5205
Key:
a)staqh/s
Data
{'content': 'ἀσταθής\n ἵσταμαι\n unsteady, unstable, Anth.', 'key': 'a)staqh/s'}