Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀβριθής
ἁβροβάτης
ἁβρόβιος
ἁβρόγοος
ἁβροδίαιτος
ἁβροκόμης
ἀβρόμιος
ἄβρομος
ἁβροπέδιλος
ἁβρόπηνος
ἁβρόπλουτος
ἁβρός
ἀβροτάζω
ἁβρότης
ἁβρότιμος
ἄβροτος
ἁβροχίτων
ἄβροχος
ἁβρύνω
Ἀβυδόθεν
Ἀβυδόθι
View word page
ἁβρόπλουτος
ἁβρόπλουτος richly luxuriant, Eur.
ShortDef
richly luxuriant
Debugging
Headword:
ἁβρόπλουτος
Headword (normalized):
ἁβρόπλουτος
Headword (normalized/stripped):
αβροπλουτος
IDX:
52
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n52
Key:
a(bro/ploutos
Data
{'content': 'ἁβρόπλουτος\n richly luxuriant, Eur.', 'key': 'a(bro/ploutos'}