Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἇς
ἄσπειστος
ἄσπερμος
ἀσπερχές
ἄσπετος
ἀσπιδαποβλής
ἀσπιδηφόρος
ἀσπιδιώτης
ἀσπιδόδουπος
ἀσπιδοπηγεῖον
ἀσπιδοῦχος
ἀσπιδοφέρμων
ἄσπιλος
ἀσπίς
ἀσπιστής
ἀσπίστωρ
ἄσπλαγχνος
ἄσπονδος
ἀσπούδαστος
ἀσπουδί
ἀσσάριον
View word page
ἀσπιδοῦχος
ἀσπιδοῦχος ἔχω a shield-bearer, Eur.
ShortDef
a shield-bearer
Debugging
Headword:
ἀσπιδοῦχος
Headword (normalized):
ἀσπιδοῦχος
Headword (normalized/stripped):
ασπιδουχος
IDX:
5188
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5191
Key:
a)spidou=xos
Data
{'content': 'ἀσπιδοῦχος\n ἔχω\n a shield-bearer, Eur.', 'key': 'a)spidou=xos'}