Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀσπάζομαι
ἀσπαίρω
ἀσπάλαθος
ἄσπαρτος
ἀσπάσιος
ἄσπασμα
ἀσπασμός
ἀσπαστός
ἇς
ἄσπειστος
ἄσπερμος
ἀσπερχές
ἄσπετος
ἀσπιδαποβλής
ἀσπιδηφόρος
ἀσπιδιώτης
ἀσπιδόδουπος
ἀσπιδοπηγεῖον
ἀσπιδοῦχος
ἀσπιδοφέρμων
ἄσπιλος
View word page
ἄσπερμος
ἄσπερμος σπέρμα without seed or posterity, Il.

ShortDef

without seed

Debugging

Headword:
ἄσπερμος
Headword (normalized):
ἄσπερμος
Headword (normalized/stripped):
ασπερμος
IDX:
5180
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5183
Key:
a)/spermos

Data

{'content': 'ἄσπερμος\n σπέρμα\n without seed or posterity, Il.', 'key': 'a)/spermos'}