Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἄσοφος
ἀσπάζομαι
ἀσπαίρω
ἀσπάλαθος
ἄσπαρτος
ἀσπάσιος
ἄσπασμα
ἀσπασμός
ἀσπαστός
ἇς
ἄσπειστος
ἄσπερμος
ἀσπερχές
ἄσπετος
ἀσπιδαποβλής
ἀσπιδηφόρος
ἀσπιδιώτης
ἀσπιδόδουπος
ἀσπιδοπηγεῖον
ἀσπιδοῦχος
ἀσπιδοφέρμων
View word page
ἄσπειστος
ἄσπειστος σπένδω to be appeased by no libations, implacable, Dem.
ShortDef
to be appeased by no libations, implacable
Debugging
Headword:
ἄσπειστος
Headword (normalized):
ἄσπειστος
Headword (normalized/stripped):
ασπειστος
IDX:
5179
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5182
Key:
a)/speistos
Data
{'content': 'ἄσπειστος\n σπένδω\n to be appeased by no libations, implacable, Dem.', 'key': 'a)/speistos'}