Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἄσκωμα
ᾆσμα
ᾀσματοκάμπτης
ἀσμενίζω
ἄσμενος
ἀσοφία
ἄσοφος
ἀσπάζομαι
ἀσπαίρω
ἀσπάλαθος
ἄσπαρτος
ἀσπάσιος
ἄσπασμα
ἀσπασμός
ἀσπαστός
ἇς
ἄσπειστος
ἄσπερμος
ἀσπερχές
ἄσπετος
ἀσπιδαποβλής
View word page
ἄσπαρτος
ἄσπαρτος σπείρω of land, unsown, untilled, Od. of plants, not sown, growing wild, Od.
ShortDef
unsown, untilled
Debugging
Headword:
ἄσπαρτος
Headword (normalized):
ἄσπαρτος
Headword (normalized/stripped):
ασπαρτος
IDX:
5173
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5176
Key:
a)/spartos
Data
{'content': 'ἄσπαρτος\n σπείρω\n of land, unsown, untilled, Od.\n of plants, not sown, growing wild, Od.', 'key': 'a)/spartos'}