Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἄσκοπος2
ἀσκός
ἀσκωλιάζω
Ἀσκώλια
ἄσκωμα
ᾆσμα
ᾀσματοκάμπτης
ἀσμενίζω
ἄσμενος
ἀσοφία
ἄσοφος
ἀσπάζομαι
ἀσπαίρω
ἀσπάλαθος
ἄσπαρτος
ἀσπάσιος
ἄσπασμα
ἀσπασμός
ἀσπαστός
ἇς
ἄσπειστος
View word page
ἄσοφος
ἄσοφος unwise, foolish, silly, Theogn.
ShortDef
unwise, foolish, silly
Debugging
Headword:
ἄσοφος
Headword (normalized):
ἄσοφος
Headword (normalized/stripped):
ασοφος
IDX:
5169
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5172
Key:
a)/sofos
Data
{'content': 'ἄσοφος\n unwise, foolish, silly, Theogn.', 'key': 'a)/sofos'}