Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἄσκοπος
ἄσκοπος2
ἀσκός
ἀσκωλιάζω
Ἀσκώλια
ἄσκωμα
ᾆσμα
ᾀσματοκάμπτης
ἀσμενίζω
ἄσμενος
ἀσοφία
ἄσοφος
ἀσπάζομαι
ἀσπαίρω
ἀσπάλαθος
ἄσπαρτος
ἀσπάσιος
ἄσπασμα
ἀσπασμός
ἀσπαστός
ἇς
View word page
ἀσοφία
ἀσοφία ἄσοφος unwisdom, stupidity, Plut., Luc.

ShortDef

unwisdom, stupidity

Debugging

Headword:
ἀσοφία
Headword (normalized):
ἀσοφία
Headword (normalized/stripped):
ασοφια
IDX:
5168
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5171
Key:
a)sofi/a

Data

{'content': 'ἀσοφία\n ἄσοφος\n unwisdom, stupidity, Plut., Luc.', 'key': 'a)sofi/a'}