Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀειφλεγής
ἀείφρουρος
ἀειφυγία
ἀειχρόνιος
ἀεκαζόμενος
ἀεκήλιος
ἀέκητι
ἀεκούσιος
ἀέκων
ἀελλαῖος
ἄελλα
ἀελλάς
ἀελλής
ἀελλομάχος
ἀελλόπος
Ἀελλώ
ἀελπτέω
ἀελπής
ἀελπτία
ἄελπτος
ἀέναος
View word page
ἄελλα
ἄελλα εἴλω a stormy wind, whirlwind, eddy, Hom.; ἄελλαι ἀνέμων Hom. metaph. of any whirling motion, ὠκυδρόμοις ἀέλλαις, of an animal, Eur.; ἄστρων ὑπʼ ἀέλλαισι Eur.

ShortDef

a stormy wind, whirlwind, eddy

Debugging

Headword:
ἄελλα
Headword (normalized):
ἄελλα
Headword (normalized/stripped):
αελλα
IDX:
517
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n517
Key:
a)/ella

Data

{'content': 'ἄελλα\n εἴλω\n a stormy wind, whirlwind, eddy, Hom.; ἄελλαι ἀνέμων Hom.\n metaph. of any whirling motion, ὠκυδρόμοις ἀέλλαις, of an animal, Eur.; ἄστρων ὑπʼ ἀέλλαισι Eur.', 'key': 'a)/ella'}