Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
Ἀσκληπίειος
Ἀσκληπιός
ἄσκοπος
ἄσκοπος2
ἀσκός
ἀσκωλιάζω
Ἀσκώλια
ἄσκωμα
ᾆσμα
ᾀσματοκάμπτης
ἀσμενίζω
ἄσμενος
ἀσοφία
ἄσοφος
ἀσπάζομαι
ἀσπαίρω
ἀσπάλαθος
ἄσπαρτος
ἀσπάσιος
ἄσπασμα
ἀσπασμός
View word page
ἀσμενίζω
ἀσμενίζω ἄσμενος to be well-pleased, Polyb.
ShortDef
to be well-pleased
Debugging
Headword:
ἀσμενίζω
Headword (normalized):
ἀσμενίζω
Headword (normalized/stripped):
ασμενιζω
IDX:
5166
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5169
Key:
a)smeni/zw
Data
{'content': 'ἀσμενίζω\n ἄσμενος\n to be well-pleased, Polyb.', 'key': 'a)smeni/zw'}