Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀσκητής
ἀσκητός
ἄσκιος
Ἀσκληπιάδαι
Ἀσκληπιεῖον
Ἀσκληπίειος
Ἀσκληπιός
ἄσκοπος
ἄσκοπος2
ἀσκός
ἀσκωλιάζω
Ἀσκώλια
ἄσκωμα
ᾆσμα
ᾀσματοκάμπτης
ἀσμενίζω
ἄσμενος
ἀσοφία
ἄσοφος
ἀσπάζομαι
ἀσπαίρω
View word page
ἀσκωλιάζω
ἀσκωλιάζω ασκώλια to dance as at the Ἀσκώλια, Ar.
ShortDef
hop on greased wineskins at the Ἀσκώλια
Debugging
Headword:
ἀσκωλιάζω
Headword (normalized):
ἀσκωλιάζω
Headword (normalized/stripped):
ασκωλιαζω
IDX:
5161
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5164
Key:
a)skwlia/zw
Data
{'content': 'ἀσκωλιάζω\n ασκώλια\n to dance as at the Ἀσκώλια, Ar.', 'key': 'a)skwlia/zw'}