Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἄσκησις
ἀσκητέος
ἀσκητής
ἀσκητός
ἄσκιος
Ἀσκληπιάδαι
Ἀσκληπιεῖον
Ἀσκληπίειος
Ἀσκληπιός
ἄσκοπος
ἄσκοπος2
ἀσκός
ἀσκωλιάζω
Ἀσκώλια
ἄσκωμα
ᾆσμα
ᾀσματοκάμπτης
ἀσμενίζω
ἄσμενος
ἀσοφία
ἄσοφος
View word page
ἄσκοπος2
ἄσκοπος2 σκοπός aimless, random, Luc.
ShortDef
inconsiderate, heedless
aimless, random
Debugging
Headword:
ἄσκοπος2
Headword (normalized):
ἄσκοπος
Headword (normalized/stripped):
ασκοπος2
IDX:
5159
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5162
Key:
a)/skopos2
Data
{'content': 'ἄσκοπος2\n σκοπός\n aimless, random, Luc.', 'key': 'a)/skopos2'}