Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀσκηθής
ἄσκημα
ἄσκηνος
ἄσκησις
ἀσκητέος
ἀσκητής
ἀσκητός
ἄσκιος
Ἀσκληπιάδαι
Ἀσκληπιεῖον
Ἀσκληπίειος
Ἀσκληπιός
ἄσκοπος
ἄσκοπος2
ἀσκός
ἀσκωλιάζω
Ἀσκώλια
ἄσκωμα
ᾆσμα
ᾀσματοκάμπτης
ἀσμενίζω
View word page
Ἀσκληπίειος
Ἀσκληπίειος of, belonging to Asclepius, Ἀσκληπίεια (sc. ἱερά) his festival, Plat.
ShortDef
of, belonging to Asclepius
Debugging
Headword:
Ἀσκληπίειος
Headword (normalized):
ἀσκληπίειος
Headword (normalized/stripped):
ασκληπιειος
IDX:
5156
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5159
Key:
*)asklhpi/eios
Data
{'content': 'Ἀσκληπίειος\n of, belonging to Asclepius, Ἀσκληπίεια (sc. ἱερά) his festival, Plat.', 'key': '*)asklhpi/eios'}