Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἄσκαλος
ἀσκάντης
ἀσκαρδαμυκτί
ἀσκαρδάμυκτος
ἀσκελής
ἀσκέπαρνος
ἄσκεπτος
ἀσκευής
ἄσκευος
ἀσκέω
ἀσκηθής
ἄσκημα
ἄσκηνος
ἄσκησις
ἀσκητέος
ἀσκητής
ἀσκητός
ἄσκιος
Ἀσκληπιάδαι
Ἀσκληπιεῖον
Ἀσκληπίειος
View word page
ἀσκηθής
ἀσκηθής Deriv. uncertain. unhurt, unharmed, unscathed, Hom.

ShortDef

unhurt, unharmed, unscathed

Debugging

Headword:
ἀσκηθής
Headword (normalized):
ἀσκηθής
Headword (normalized/stripped):
ασκηθης
IDX:
5146
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5149
Key:
a)skhqh/s

Data

{'content': 'ἀσκηθής\n Deriv. uncertain.\n unhurt, unharmed, unscathed, Hom.', 'key': 'a)skhqh/s'}