Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀσιτέω
ἀσιτία
ἄσιτος
ἀσκαλαβώτης
ἄσκαλος
ἀσκάντης
ἀσκαρδαμυκτί
ἀσκαρδάμυκτος
ἀσκελής
ἀσκέπαρνος
ἄσκεπτος
ἀσκευής
ἄσκευος
ἀσκέω
ἀσκηθής
ἄσκημα
ἄσκηνος
ἄσκησις
ἀσκητέος
ἀσκητής
ἀσκητός
View word page
ἄσκεπτος
ἄσκεπτος σκοπέω inconsiderate, unreflecting, Plat.:—adv. -τως, inconsiderately, Thuc., etc. unconsidered, unobserved, Xen.

ShortDef

inconsiderate, unreflecting

Debugging

Headword:
ἄσκεπτος
Headword (normalized):
ἄσκεπτος
Headword (normalized/stripped):
ασκεπτος
IDX:
5142
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5145
Key:
a)/skeptos

Data

{'content': 'ἄσκεπτος\n σκοπέω\n inconsiderate, unreflecting, Plat.:—adv. -τως, inconsiderately, Thuc., etc.\n unconsidered, unobserved, Xen.', 'key': 'a)/skeptos'}