Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἄσις
ἀσιτέω
ἀσιτία
ἄσιτος
ἀσκαλαβώτης
ἄσκαλος
ἀσκάντης
ἀσκαρδαμυκτί
ἀσκαρδάμυκτος
ἀσκελής
ἀσκέπαρνος
ἄσκεπτος
ἀσκευής
ἄσκευος
ἀσκέω
ἀσκηθής
ἄσκημα
ἄσκηνος
ἄσκησις
ἀσκητέος
ἀσκητής
View word page
ἀσκέπαρνος
ἀσκέπαρνος σκέπαρνον without the axe, unhewn, Soph.
ShortDef
without the axe, unhewn
Debugging
Headword:
ἀσκέπαρνος
Headword (normalized):
ἀσκέπαρνος
Headword (normalized/stripped):
ασκεπαρνος
IDX:
5141
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5144
Key:
a)ske/parnos
Data
{'content': 'ἀσκέπαρνος\n σκέπαρνον\n without the axe, unhewn, Soph.', 'key': 'a)ske/parnos'}