Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀσίδηρος
ἄσικχος
ἀσινής
Ἄσιος
ἄσις
ἀσιτέω
ἀσιτία
ἄσιτος
ἀσκαλαβώτης
ἄσκαλος
ἀσκάντης
ἀσκαρδαμυκτί
ἀσκαρδάμυκτος
ἀσκελής
ἀσκέπαρνος
ἄσκεπτος
ἀσκευής
ἄσκευος
ἀσκέω
ἀσκηθής
ἄσκημα
View word page
ἀσκάντης
ἀσκάντης Deriv. unknown. a poor bed, pallet, Ar. a bier, Anth.
ShortDef
a poor bed, pallet
Debugging
Headword:
ἀσκάντης
Headword (normalized):
ἀσκάντης
Headword (normalized/stripped):
ασκαντης
IDX:
5137
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5140
Key:
a)ska/nths
Data
{'content': 'ἀσκάντης\n Deriv. unknown.\n a poor bed, pallet, Ar.\n a bier, Anth.', 'key': 'a)ska/nths'}