Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
Ἀσιανός
Ἀσία
Ἀσιάρχης
Ἀσιάς
Ἀσιατογενής
ἀσίδηρος
ἄσικχος
ἀσινής
Ἄσιος
ἄσις
ἀσιτέω
ἀσιτία
ἄσιτος
ἀσκαλαβώτης
ἄσκαλος
ἀσκάντης
ἀσκαρδαμυκτί
ἀσκαρδάμυκτος
ἀσκελής
ἀσκέπαρνος
ἄσκεπτος
View word page
ἀσιτέω
ἀσιτέω ἄσῑτος to abstain from food, fast, Eur., Plat.
ShortDef
to abstain from food, fast
Debugging
Headword:
ἀσιτέω
Headword (normalized):
ἀσιτέω
Headword (normalized/stripped):
ασιτεω
IDX:
5132
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5135
Key:
a)site/w
Data
{'content': 'ἀσιτέω\n ἄσῑτος\n to abstain from food, fast, Eur., Plat.', 'key': 'a)site/w'}