Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀσθμαίνω
ἆσθμα
Ἀσιανός
Ἀσία
Ἀσιάρχης
Ἀσιάς
Ἀσιατογενής
ἀσίδηρος
ἄσικχος
ἀσινής
Ἄσιος
ἄσις
ἀσιτέω
ἀσιτία
ἄσιτος
ἀσκαλαβώτης
ἄσκαλος
ἀσκάντης
ἀσκαρδαμυκτί
ἀσκαρδάμυκτος
ἀσκελής
View word page
Ἄσιος
Ἄσιος Asian, Il.

ShortDef

(adj.) of Asia; (n.) Asius, Homeric character name
epithet, unknown meaning. Asian?

Debugging

Headword:
Ἄσιος
Headword (normalized):
ἄσιος
Headword (normalized/stripped):
ασιος
IDX:
5130
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5133
Key:
*)/asios

Data

{'content': 'Ἄσιος\n Asian, Il.', 'key': '*)/asios'}