Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἄσεπτος
ἀσήμαντος
ἄσημος
ἄση
ἀσθένεια
ἀσθενέω
ἀσθενής
ἀσθενόω
ἀσθμαίνω
ἆσθμα
Ἀσιανός
Ἀσία
Ἀσιάρχης
Ἀσιάς
Ἀσιατογενής
ἀσίδηρος
ἄσικχος
ἀσινής
Ἄσιος
ἄσις
ἀσιτέω
View word page
Ἀσιανός
Ἀσιανός Asiatic, Thuc., etc. also Ἀσιάτης, fem. Ἀσιᾶτις, Ionic Ἀσιήτης Ἀσιῆτις, Aesch., Eur.

ShortDef

Asiatic

Debugging

Headword:
Ἀσιανός
Headword (normalized):
ἀσιανός
Headword (normalized/stripped):
ασιανος
IDX:
5122
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5125
Key:
*)asiano/s

Data

{'content': 'Ἀσιανός\n Asiatic, Thuc., etc. also Ἀσιάτης, fem. Ἀσιᾶτις, Ionic Ἀσιήτης Ἀσιῆτις, Aesch., Eur.', 'key': '*)asiano/s'}