Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀσελγής
ἀσέληνος
ἀσεπτέω
ἄσεπτος
ἀσήμαντος
ἄσημος
ἄση
ἀσθένεια
ἀσθενέω
ἀσθενής
ἀσθενόω
ἀσθμαίνω
ἆσθμα
Ἀσιανός
Ἀσία
Ἀσιάρχης
Ἀσιάς
Ἀσιατογενής
ἀσίδηρος
ἄσικχος
ἀσινής
View word page
ἀσθενόω
ἀσθενόω ἀσθενής to weaken, Xen.

ShortDef

to weaken

Debugging

Headword:
ἀσθενόω
Headword (normalized):
ἀσθενόω
Headword (normalized/stripped):
ασθενοω
IDX:
5119
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5122
Key:
a)sqeno/w

Data

{'content': 'ἀσθενόω\n ἀσθενής\n to weaken, Xen.', 'key': 'a)sqeno/w'}