Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀσελγαίνω
ἀσέλγεια
ἀσελγής
ἀσέληνος
ἀσεπτέω
ἄσεπτος
ἀσήμαντος
ἄσημος
ἄση
ἀσθένεια
ἀσθενέω
ἀσθενής
ἀσθενόω
ἀσθμαίνω
ἆσθμα
Ἀσιανός
Ἀσία
Ἀσιάρχης
Ἀσιάς
Ἀσιατογενής
ἀσίδηρος
View word page
ἀσθενέω
ἀσθενέω ἀσθενής to be weak, feeble, sickly, Eur., Thuc., etc.; ἠσθένησε he fell sick, Dem.

ShortDef

to be weak, feeble, sickly

Debugging

Headword:
ἀσθενέω
Headword (normalized):
ἀσθενέω
Headword (normalized/stripped):
ασθενεω
IDX:
5117
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5120
Key:
a)sqene/w

Data

{'content': 'ἀσθενέω\n ἀσθενής\n to be weak, feeble, sickly, Eur., Thuc., etc.; ἠσθένησε he fell sick, Dem.', 'key': 'a)sqene/w'}