Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀσάφεια
ἀσαφής
ἄσβεστος
ἀσέβεια
ἀσεβέω
ἀσέβημα
ἀσεβής
ἀσείρωτος
ἀσελγαίνω
ἀσέλγεια
ἀσελγής
ἀσέληνος
ἀσεπτέω
ἄσεπτος
ἀσήμαντος
ἄσημος
ἄση
ἀσθένεια
ἀσθενέω
ἀσθενής
ἀσθενόω
View word page
ἀσελγής
ἀσελγής The origin of -σελγής is uncertain. licentious, wanton, brutal, Dem.:—adv., ἀσελγῶς πίονες extravagantly fat, Ar.; ἀσ. ζῆν Dem.
ShortDef
licentious, wanton, brutal
Debugging
Headword:
ἀσελγής
Headword (normalized):
ἀσελγής
Headword (normalized/stripped):
ασελγης
IDX:
5109
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5112
Key:
a)selgh/s
Data
{'content': 'ἀσελγής\n The origin of -σελγής is uncertain.\n licentious, wanton, brutal, Dem.:—adv., ἀσελγῶς πίονες extravagantly fat, Ar.; ἀσ. ζῆν Dem.', 'key': 'a)selgh/s'}