Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀσαρκής
ἄσαρκος
ἀσάφεια
ἀσαφής
ἄσβεστος
ἀσέβεια
ἀσεβέω
ἀσέβημα
ἀσεβής
ἀσείρωτος
ἀσελγαίνω
ἀσέλγεια
ἀσελγής
ἀσέληνος
ἀσεπτέω
ἄσεπτος
ἀσήμαντος
ἄσημος
ἄση
ἀσθένεια
ἀσθενέω
View word page
ἀσελγαίνω
ἀσελγαίνω to behave licentiously, Plat.:—Pass., of acts, τὰ ἠσελγημένα, outrageous acts, Dem.
ShortDef
to behave licentiously
Debugging
Headword:
ἀσελγαίνω
Headword (normalized):
ἀσελγαίνω
Headword (normalized/stripped):
ασελγαινω
IDX:
5107
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5110
Key:
a)selgai/nw
Data
{'content': 'ἀσελγαίνω\n to behave licentiously, Plat.:—Pass., of acts, τὰ ἠσελγημένα, outrageous acts, Dem.', 'key': 'a)selgai/nw'}