Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἄσαντος
ἀσάω
ἀσαρκής
ἄσαρκος
ἀσάφεια
ἀσαφής
ἄσβεστος
ἀσέβεια
ἀσεβέω
ἀσέβημα
ἀσεβής
ἀσείρωτος
ἀσελγαίνω
ἀσέλγεια
ἀσελγής
ἀσέληνος
ἀσεπτέω
ἄσεπτος
ἀσήμαντος
ἄσημος
ἄση
View word page
ἀσεβής
ἀσεβής σέβω ungodly, godless, unholy, profane, Soph.: τὸ ἀσεβές ἀσέβεια, Xen.

ShortDef

ungodly, godless, unholy, profane

Debugging

Headword:
ἀσεβής
Headword (normalized):
ἀσεβής
Headword (normalized/stripped):
ασεβης
IDX:
5105
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5108
Key:
a)sebh/s

Data

{'content': 'ἀσεβής\n σέβω\n ungodly, godless, unholy, profane, Soph.: τὸ ἀσεβές ἀσέβεια, Xen.', 'key': 'a)sebh/s'}