Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀρώσιμος
ἄρωστος
ἄσακτος
ἀσαλαμίνιος
ἀσάλευτος
ἀσάμινθος
ἀσάνδαλος
ἄσαντος
ἀσάω
ἀσαρκής
ἄσαρκος
ἀσάφεια
ἀσαφής
ἄσβεστος
ἀσέβεια
ἀσεβέω
ἀσέβημα
ἀσεβής
ἀσείρωτος
ἀσελγαίνω
ἀσέλγεια
View word page
ἄσαρκος
ἄσαρκος σάρξ without flesh, lean, Xen.
ShortDef
without flesh, lean
Debugging
Headword:
ἄσαρκος
Headword (normalized):
ἄσαρκος
Headword (normalized/stripped):
ασαρκος
IDX:
5098
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5101
Key:
a)/sarkos
Data
{'content': 'ἄσαρκος\n σάρξ\n without flesh, lean, Xen.', 'key': 'a)/sarkos'}