Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἄρωμα
ἄρωμα
ἄρω
ἀρώσιμος
ἄρωστος
ἄσακτος
ἀσαλαμίνιος
ἀσάλευτος
ἀσάμινθος
ἀσάνδαλος
ἄσαντος
ἀσάω
ἀσαρκής
ἄσαρκος
ἀσάφεια
ἀσαφής
ἄσβεστος
ἀσέβεια
ἀσεβέω
ἀσέβημα
ἀσεβής
View word page
ἄσαντος
ἄσαντος σαίνω not to be soothed, ungentle, Aesch.

ShortDef

not to be soothed, ungentle

Debugging

Headword:
ἄσαντος
Headword (normalized):
ἄσαντος
Headword (normalized/stripped):
ασαντος
IDX:
5095
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5098
Key:
a)/santos

Data

{'content': 'ἄσαντος\n σαίνω\n not to be soothed, ungentle, Aesch.', 'key': 'a)/santos'}