Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀρωγός
ἄρωμα
ἄρωμα
ἄρω
ἀρώσιμος
ἄρωστος
ἄσακτος
ἀσαλαμίνιος
ἀσάλευτος
ἀσάμινθος
ἀσάνδαλος
ἄσαντος
ἀσάω
ἀσαρκής
ἄσαρκος
ἀσάφεια
ἀσαφής
ἄσβεστος
ἀσέβεια
ἀσεβέω
ἀσέβημα
View word page
ἀσάνδαλος
ἀσάνδαλος σάνδαλον unsandalled, unshod, Bion.
ShortDef
unsandalled, unshod
Debugging
Headword:
ἀσάνδαλος
Headword (normalized):
ἀσάνδαλος
Headword (normalized/stripped):
ασανδαλος
IDX:
5094
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5097
Key:
a)sa/ndalos
Data
{'content': 'ἀσάνδαλος\n σάνδαλον\n unsandalled, unshod, Bion.', 'key': 'a)sa/ndalos'}