Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀρχιυπασπιστής
ἀρχοντικός
ἀρχός
ἀρχῳδός
ἄρχων
ἄρχω
ἀρωγή
ἀρωγοναύτης
ἀρωγός
ἄρωμα
ἄρωμα
ἄρω
ἀρώσιμος
ἄρωστος
ἄσακτος
ἀσαλαμίνιος
ἀσάλευτος
ἀσάμινθος
ἀσάνδαλος
ἄσαντος
ἀσάω
View word page
ἄρωμα
ἄρωμα ἀρόω arable land, corn-land, Lat. arvum, Ar.
ShortDef
any spice
arable land, grain-land
Debugging
Headword:
ἄρωμα
Headword (normalized):
ἄρωμα
Headword (normalized/stripped):
αρωμα
IDX:
5086
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5089
Key:
a)/rwma2
Data
{'content': 'ἄρωμα\n ἀρόω\n arable land, corn-land, Lat. arvum, Ar.', 'key': 'a)/rwma2'}