Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀρχιπειρατής
ἀρχίπλανος
ἀρχιποίμην
ἀρχισυνάγωγος
ἀρχιτεκτονέω
ἀρχιτέκτων
ἀρχιτελώνης
ἀρχιτρίκλινος
ἀρχιυπασπιστής
ἀρχοντικός
ἀρχός
ἀρχῳδός
ἄρχων
ἄρχω
ἀρωγή
ἀρωγοναύτης
ἀρωγός
ἄρωμα
ἄρωμα
ἄρω
ἀρώσιμος
View word page
ἀρχός
ἀρχός a leader, chief, commander, Il.
ShortDef
a leader, chief, commander; the rectum, anus
Debugging
Headword:
ἀρχός
Headword (normalized):
ἀρχός
Headword (normalized/stripped):
αρχος
IDX:
5078
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5081
Key:
a)rxo/s
Data
{'content': 'ἀρχός\n a leader, chief, commander, Il.', 'key': 'a)rxo/s'}