Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀρχίμιμος
ἀρχιπειρατής
ἀρχίπλανος
ἀρχιποίμην
ἀρχισυνάγωγος
ἀρχιτεκτονέω
ἀρχιτέκτων
ἀρχιτελώνης
ἀρχιτρίκλινος
ἀρχιυπασπιστής
ἀρχοντικός
ἀρχός
ἀρχῳδός
ἄρχων
ἄρχω
ἀρωγή
ἀρωγοναύτης
ἀρωγός
ἄρωμα
ἄρωμα
ἄρω
View word page
ἀρχοντικός
ἀρχοντικός ἄρχων of an archon, Anth.
ShortDef
of an archon
Debugging
Headword:
ἀρχοντικός
Headword (normalized):
ἀρχοντικός
Headword (normalized/stripped):
αρχοντικος
IDX:
5077
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5080
Key:
a)rxontiko/s
Data
{'content': 'ἀρχοντικός\n ἄρχων\n of an archon, Anth.', 'key': 'a)rxontiko/s'}