Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀεικίζω
ἀειλογία
ἀείμνηστος
ἀείνηστις
ἀειπάρθενος
ἀεί
ἀείρυτος
ἀείρω
ἄεισμα
ἀειφλεγής
ἀείφρουρος
ἀειφυγία
ἀειχρόνιος
ἀεκαζόμενος
ἀεκήλιος
ἀέκητι
ἀεκούσιος
ἀέκων
ἀελλαῖος
ἄελλα
ἀελλάς
View word page
ἀείφρουρος
ἀείφρουρος ever-watching, i. e. ever-lasting, οἴκησις ἀείφρ., of the grave, Soph.

ShortDef

ever-watching

Debugging

Headword:
ἀείφρουρος
Headword (normalized):
ἀείφρουρος
Headword (normalized/stripped):
αειφρουρος
IDX:
508
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n508
Key:
a)ei/frouros

Data

{'content': 'ἀείφρουρος\n ever-watching, i. e. ever-lasting, οἴκησις ἀείφρ., of the grave, Soph.', 'key': 'a)ei/frouros'}